Μικρές Αντιγόνες

 Γράφει ο Βασίλης Σταθάτος

Μικρές Αντιγόνες 

(ΟΥΤΟΙ ΣΥΝΕΧΘΕΙΝ ΑΛΛΑ ΣΥΜΦΙΛΕΙΝ ΕΦΥΝ) 


Η ιστορία είναι πλέον γνωστή. Δυο κοπέλες κι ένα αγόρι φεύγουν με αμάξι από τη Δράμα για να συναντήσουν τον μικρότερο αδερφό του αγοριού, που έχει έρθει στην Ελλάδα περνώντας απ’ τον Έβρο, με τον γνωστό τρόπο. Σκοπός τους να τον φέρουν πίσω στη Δράμα, στο camp όπου διαμένουν προσωρινά (!) κάποιοι άνθρωποι «διαφορετικοί» από μας -διαφορετικά ίδιοι- των οποίων οι ρίζες χάνονται στα βάθη του χρόνου: πρόσφυγες είναι το όνομα της συλλογικής τους ταυτότητας, μια λέξη που -τι παράξενο- δεν άλλαξε στο πέρασμα του χρόνου.
  
Αυτό που δεν είναι γνωστό, ίσως ούτε στους ίδιους τους πρωταγωνιστές της, είναι ότι αυτή η ιστορία αποκάλυψε τους κατόχους ενός πολύτιμου μυστικού, που σήμερα μένει κρυμμένο μέσα στην ανόητη και συγχρόνως εφιαλτική φαντασμαγορία του επιτηρούμενου εικονικού μας κόσμου. 

Και επειδή τα μυστικά συνηθίζουν να φανερώνονται σε ανύποπτες στιγμές στους κατόχους τους χωρίς οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν, θα επιχειρήσω να εντοπίσω την οριακή εκείνη στιγμή, την αιώνια εκείνη στιγμή, στη διάρκεια της οποίας το υποκείμενο βρίσκεται μπροστά σ’ ένα δίλημμα στο οποίο πρέπει να δώσει μια απάντηση. Για τις ηρωίδες μας, η στιγμή αυτή παρουσιάστηκε όταν κατάλαβαν ότι είχαν περάσει το αρχικό σημείο προορισμού τους, την Καβάλα και κατευθύνονταν προς τα σύνορα. Είναι η στιγμή που μπαίνει το ερώτημα: «προχωράω μπρος με όλα τα ρίσκα που συνεπάγεται αυτό, ή γυρνάω πίσω στην ασφάλεια του εθελοντισμού;». Είναι η στιγμή που η συνείδηση ανοίγεται προς τον κόσμο, η στιγμή που η συνείδηση αρχίζει να ανακαλύπτει τον εαυτό της. Η τελική επιλογή να μη γυρίσουν πίσω δημιουργεί το ερώτημα: «Ποια είναι αυτή η δύναμη που τους έκανε να ξεπεράσουν τους φόβους τους και να συνεχίσουν»; 

Δοκιμάζοντας να δώσουμε κάποια απάντηση θα λέγαμε ότι αυτή η δύναμη υπήρχε μέσα τους από τη στιγμή που πήραν την απόφαση να έρθουν στη Δράμα και να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, οι οποίοι -φεύγοντας αναγκαστικά από την πατρίδα τους- εκτός από τα σπίτια, τις δουλειές και τα υπάρχοντά τους έχασαν και κάθε δικαίωμα που απορρέει από την ιδιότητα του πολίτη του κράτους∙ εκπίπτοντας στην κατάσταση του «ξένου» τα δικαιώματα είναι ελάχιστα και οι απαγορεύσεις πολύ περισσότερες. 

Είναι λοιπόν η δύναμη της αλληλεγγύης, αυτή η παρουσία μέσα μου του άλλου, του Ξένου ο οποίος προσφεύγει σε μένα, που βρίσκεται στη ρίζα της απόφασης. Η αλληλεγγύη ως αναζήτηση της ελευθερίας, ως αναζήτηση της ανθρωπινότητας, των στοιχείων αυτών που κάνουν τον άνθρωπο Άνθρωπο. Στην περίπτωση των δύο ηρωίδων (της ιστορίας), η αλληλεγγύη έρχεται αντιμέτωπη με τους νόμους του κράτους που θέτουν προϋποθέσεις και κανόνες στη φιλοξενία των ξένων. 
Έτσι, η στιγμή της απόφασης αποκαλύπτει την ηθική και την πολιτική διάσταση του προβλήματος. Οι νόμοι του κράτους μου λένε να μην προχωρήσω έχοντας φωλιάσει μέσα μου τον φόβο μήπως παρανομήσω, η αναζήτηση της ελευθερίας με σπρώχνει να ξεπεράσω τους φόβους μου, να υπερβώ το κρατικό δίκαιο, αναζητώντας μια άλλου είδους δικαιοσύνη χωρίς κανόνες, η οποία χωρίς να απορρίπτει τους νόμους του κράτους, δοκιμάζει να τους συμπληρώσει, να τους ενισχύσει, με αυτό που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να ονομαστεί ηθική της φιλοξενίας. Μιας φιλοξενίας που μόνη της προϋπόθεση εδώ, είναι η αδερφική αγάπη. Είναι η δικαιοσύνη εκείνη η υπερβατική, την οποία η Αντιγόνη ονόμασε θεϊκή, παραβιάζοντας αλλά και συμπληρώνοντας ταυτόχρονα το κρατικό δίκαιο που εκπροσωπούσε ο Κρέοντας. 

Για κάποιους -που μάλιστα κόπτονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα- η τιμωρία θεωρήθηκε δίκαιη. Άλλοι, για να δικαιολογήσουν την απόφαση του δικαστηρίου και να απαξιώσουν τις αξίες που υποκίνησαν την πράξη αυτή, πλαστογράφησαν τα γεγονότα και μετέδωσαν διαδικτυακά ψευδείς ειδήσεις γι’ αυτά. Άλλοι ρώτησαν: «τι γύρευαν στα σύνορα;». Μια ερώτηση που αποβλέπει στον εφησυχασμό της κοινωνίας. Η κοινωνία εφησυχάζει όταν φταίει το θύμα. Όταν φταίει το θύμα δεν χρειάζεται ν’ αλλάξει τίποτα. Άλλοι χαρακτήρισαν την πράξη ανόητη. Δηλαδή δεν έχει νόημα να τρέξω, να βοηθήσω τον αδερφό μου, τον συνάνθρωπό μου. Άλλοι, οι περισσότεροι, αδιαφορούν. 

Σε μένα, το μυστικό άρχισε να μιλάει την επόμενη μέρα της δίκης. Ήταν μια λέξη που βγήκε από το στόμα της μιας απ’ τις κοπέλες, της Γερμανίδας, όταν είδε να την πλησιάζει μια γειτόνισσα, με την οποία είχαν γίνει φίλες κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εδώ: «Γιαβρί μου», της φώναξε, και αγκαλιάστηκαν.
 

Τη στιγμή εκείνη μέσα μου ξεκαθάρισε το τοπίο. Κάθε αμφιβολία διαλύθηκε. Η φωνή αυτή ξεπήδησε από το παρελθόν, έφερε το παρελθόν στο παρόν προετοιμάζοντας το μέλλον. Λες και βγήκε από το στόμα μιας «ξένης» για να υποδεχτεί τους χιλιάδες πρόσφυγες που πριν εκατό χρόνια πάτησαν τα χώματα αυτά.

Καμιά δικαστική ποινή δεν μπορεί να θέσει στο περιθώριο την αλληλεγγύη. Το δίκαιο που αποκόπτεται από τη δικαιοσύνη κινδυνεύει να εκπέσει στο άδικο. Καμιά πλαστογράφηση της αλήθειας δε μπορεί να σβήσει μια κραυγή ελευθερίας, που ήρθε να ενωθεί με την κραυγή της Αντιγόνης. 

«ΟΥΤΟΙ ΣΥΝΕΧΘΕΙΝ ΑΛΛΑ ΣΥΜΦΙΛΕΙΝ ΕΦΥΝ» 
Δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ.


Πηγή: Facebook Βασίλης Σταθάτος 

Σχόλια